- κατάπλυσις
- κατάπλυσις, ἡ (Α) [καταπλύνω]πλύσιμο, λούσιμο, καθάρισμα με νερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάπλυσιν — κατάπλυσις bathing in water fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπλυμα — κατάπλυμα, τὸ (Α) [καταπλύνω] κατάπλυσις*, πλύσιμο, λούσιμο, καθάρισμα … Dictionary of Greek